- ανεπιστημονικός
- η , ό[ν] ненаучный; лженаучный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπιστημονικός — ή, ό (Α ἀνεπιστημονικός, ή, όν) αυτός που δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα … Dictionary of Greek
ἀνεπιστημονικῇ — ἀνεπιστημονικός non scientific fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)