ανεπιστημονικός

ανεπιστημονικός
η , ό[ν] ненаучный; лженаучный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεπιστημονικός" в других словарях:

  • ανεπιστημονικός — ή, ό (Α ἀνεπιστημονικός, ή, όν) αυτός που δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπιστημονικῇ — ἀνεπιστημονικός non scientific fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»